GEGENARGUMENTE

Mια απαραίτητη συνέπεια της «διάσωσης του χρηματοοικονομικού συστήματος»: ο ανταγωνισμός των εθνών περνάει στον επόμενο γύρο, δηλαδή, ετοιμάζουν κιόλας την επόμενη κρίση!

 Τα αμέτρητα δισεκατομμύρια για την «διάσωση του χρηματοοικονομικού τομέα» βοήθησαν αρκετές τράπεζες ώστε να αποφύγουν την κατάρρευση του χρηματοοικονομικού συστήματος – τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Αλλά είναι φως φανάρι ότι δεν ξεπεράστηκε το πρόβλημα. Βέβαια οι πολιτικοί δε θέλουν πια να δουν «την άβυσσο» όπως το εξέφρασαν μερικοί υπουργοί των οικονομικών. Δε θέλουν να δουν άλλη μια φορά ότι ολόκληρη η κυκλοφορία χρημάτων και μ΄αυτήν ολόκληρη η καπιταλιστική ζωή γενικά θα μπορούσαν να καταρρεύσουν. Σ΄ολο τον κόσμο συζητούν, καλύτερα διαπληκτίζονται, πώς μπορούν να κάνουν την επιτήρηση της χρηματοοικονομικής αγοράς πιο αυστηρή, πώς μπορούν να βελτιώσουν τον υπολογισμό του ρίσκου, πώς μπορούν να απαιτήσουν περισσότερη κάλυψη με μεγαλύτερα ίδια κεφάλαια κτλ. Αν ο στόχος όλων αυτών των μέτρων είναι όπως λένε, να «μειωθούν οι κίνδυνοι», τότε αντίστροφα είναι σαφές, ότι αυτοί οι κίνδυνοι ποτέ δε θα εξαλειφθούν και – αυτό είναι φως φανάρι – ότι δεν υπάρχει καμία εξασφάλιση. Αυτό που πρέπει να καθησυχάζει το κοινό πραγματικά είναι η ετοιμότητά της πολιτικής για το ρίσκο. Πρέπει να υπολογίσει κανείς ότι θα γίνουν και άλλες κρίσεις – καθόσον η επιστοφή στην δημοσιονομική πολιτική ομαλότητα μπορεί να θεωρείται μια ωρολογιακή βόμβα – αλλά, αυτοί είναι οι ευσεβείς πόθοι: η επόμενη κρίση δεν πρέπει να είναι τόσο υπερβολική. Τα πακέτα διάσωσης δεν υπάρχουν για να σταματήσουν οι τράπεζες την κερδοσκοπία – τότε θα μπορούσε κανείς να κλείσει το χρηματιστήριο – αντίθετα αυτά τα πακέτα πρέπει να τις βοηθήσουν να ανακτήσουν την παλιά ετοιμοτητά τους για το ρίσκο. Τι σημαίνει «ετοιμότητα για το ρίσκο»; Αυτό είναι ό,τι επαινέθηκε πάρα πολύ πριν από την κρίση: ο περίπλοκα σχηματισμένος τρόπος των συναλλαγών στο χρηματοοικονομικό τομέα – αδιαφανής για τους άσχετους – που κερδοσκοπούν με πιστώσεις ελπίζοντας σε κέρδη στο μέλλον. Το κέρδος φυσικά δεν είναι βέβαιο – αλλιώς δεν θα ήταν κερδοσκοπία – αλλά στο παρόν θεωρείται ότι έχει κανείς το κέρδος και μ΄αυτό καινούργιο κεφάλαιο κιόλας στα χέρια του. Αυτό φυσικά δεν επιτρέπεται να μένει ανεκμετάλλευτο, χρησιμοποιείται αμέσως για την επόμενη κερδοσκοπική πράξη με στόχο τα μελλοντικά κέρδη. Η ανοδική σπείρα την οποία κοίταζαν όλοι με θαυμασμό πριν από την κρίση έδειξε πώς λειτουργεί αυτό.

Στα πακέτα διάσωσης δηλώνεται η σταθερή κρατική θέληση: οι κερδοσκοπικές δοσοληψίες πρέπει να εφαρμοστούν ξανά, αυτό είναι αναπόφευκτο. Αν και η πρώην ετοιμότητα ρίσκου φρόντισε ώστε οι πολιτικοί «να στέκονται στην άκρη της αβύσσου», χωρίς αυτήν την ετοιμότητα όλο το καπιταλιστικό σύστημα δεν λειτουργεί καθόλου, βρίσκεται – με άλλες λέξεις – επίσης μπροστά στην άβυσσο.

Αλλά τα στις τράπεζες διανεμημένα χρήματα κάπου χωλαίνουν: θα έπρεπε να ξαναβάλουν την ωρολογιακή βόμβα μπρος, ωστόσο δεν το καταφέρνουν από μόνα τους. Τα χρήματα επανορθώνουν απώλειες, διατηρούν την ύπαρξη των τραπεζών και την φερεγγυότητά τους, αλλα δεν τις πλουτίζουν –  πράγμα που είναι ο μοναδικός σκοπός των τραπεζών όπως και των άλλων καπιταλιστών. Πιο πλούσιες μπορούν να γίνουν οι τράπεζες μόνο με την δική τους παραπάνω αναφερόμενη πράξη – να παίζουν κερδοσκοπικά με τα χρήματα – αυτό σημαίνει να ξαναρχίσουν με την παροχή πιστώσεων – ιδιαίτερα μεταξύ τους. Αυτές είναι οι ελπίδες των κρατών όσον αφορά τα πακέτα διάσωσης – μπορεί να αντιληφθεί κανείς πόσο επικίνδυνο ρίσκο αναλαμβάνουν τα κράτη με την προκαταβολή τους. Για τα χρήματα τα οποία δίνουν στις τράπεζες εγγυούνται – εκτός από τα φρεσκοτυπωμένα χρήματα – με καινούργια χρέη που ως γνωστόν πρέπει να εξοφληθούν με τόκο. Αυτό παρατείνεται διαρκώς έτσι ώστε για την πληρωμή των παλιών χρεών να δημιουργούνται καινούργια χρέη – το φημισμένο ρολόι των χρεών επιταχύνεται.

 Αυτά τα κράτη μπορούν να προσφέρουν καινούργια ομόλογα στην αγορά, τα οποία θεωρεί η αγορά φερέγγυα. Απ΄αυτά δεν υπάρχουν πια και τόσο πολλά. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η καπιταλιστική διεθνής αγορά επεκτάθηκε όλο και πιο πολύ, όλο και περισσότερα κράτη αναζήτησαν την οικονομική ευτυχία μέσα σ΄αυτην, και όλο και περισσότερα κράτη, στο μεταξύ τα πιο πολλά, είχαν βαριές απώλειες της πιστωτικής φερεγγυότητάς τους. Ή δεν μπορούν πιά να κάνουν καθόλου χρέη ή μπορούν να κάνουν μόνο πολύ ακριβά χρέη, στα δικά τους χρήματα έτσι και αλλιώς, αλλά και στα ξένα. Και όπως μπορεί να δει κανείς τώρα, η κρίση της ευρωζώνης δεν άλλαξε τίποτα σ΄αυτό. Όταν τώρα τα καινούργια ομόλογα πουλιούνται στον χρηματοοικονομικό κόσμο, αυτός δεν τα αγοράζει τυφλά από ευγνωμοσύνη, επειδή δημιουργήθηκαν αυτά τα ομόλογα για την διάσωσή του. Ο χρηματοοικονομικός τομέας μάλλον κάνει ό,τι κάνει πάντα και ό,τι περιμένει κανείς απ΄αυτόν. Συγκρίνει τους κρατικούς εκδότες αυτών των ομολόγων και εξετάζει την πιστωτική φερεγγυότητα την οποία ζητούν τα κράτη. Αυτό το τεστ εξελίσσεται κατά το γνωστό σχέδιο: ποιανού χρέη συνδυάζονται με την προσδοκία να αποφέρουν πραγματικά τον υποσχόμενο τόκο, δηλαδή το μελλοντικό κέρδος, ποιό κράτος μπορεί να θεωρηθεί ικανό να επιφέρει στο εσωτερικό του μία οικονομική ανάπτυξη, τον «δρόμο έξω από την κρίση»; Τα κράτη της ευρωζώνης μέχρι τώρα μπορούσαν να είναι σίγουρα ότι διαθέτουν την πιστωτική φερεγγυότητα. Η σύγκριση η οποία διεξάγεται από τον χρηματοοικονομικό τομέα δεν εξελίσσεται έτσι ώστε μερικά ομόλογα απλώς να περιφρονούνται, αλλά γίνεται με τον συνηθισμένο, γι΄αυτόν τον τομέα, τρόπο: όπου το ρίσκο είναι υψηλότερο και ο τόκος πρέπει να είναι υψηλότερος. Το ότι σ΄αυτό κάποιο κράτος δεν μπορεί να συμμετέχει σχέδον καθόλου ή καθόλου δεν ενδιαφέρει τους κερδοσκόπους. Όπως βλέπει κανείς στην περίπτωση της Ελλάδας, Πορτογαλίας, Ιρλανδίας κτλ. τα κράτη πέφτουν θύματα αυτού τού τεστ: τα κράτη κινδυνεύουν να χρεοκοπήσουν.

Tώρα ίσως αναρωτηθεί κανείς: Τι οδήγησε τα κράτη να εκτεθούν σε τέτοιο φρενοβλαβές ρίσκο; Η απάντησή μας: γυρίστε στην αρχή. Με τα πακέτα διάσωσης τα κράτη κατέθεσαν για καταγραφή στα πρακτικά – μπορεί να πει κανείς παραδέχτηκαν – ότι έχουν εγκαταστήσει έναν αναπόφευκτο εξαναγκασμό στον οποίον υποδουλώνονται απολύτως: Ολόκληρη η ζωή ενός έθνους πρέπει να υπηρετήσει τον πολλαπλασμιασμό των χρημάτων μέσα του και εξαρτάται από την επιτυχία αυτού του στόχου. Με τα διασωστικά τους πακέτα τα κράτη υπογραμμίζουν περαιτέρω ότι το κέντρο του πολλαπλασιασμού των χρημάτων είναι ο χρηματοοικονομικός τομέας:Ολόκληρη η δραστηριότητά του έγκειται στον πολλαπλασιασμό των χρημάτων, άρα εκφράζει τον εξαναγκασμό του πολλαπλασιασμού σε καθαρή μορφή, αποτελεί πρότυπο αυτής της αρχής  για ολόκληρη την οικονομία και της την επιβάλλει. Αυτή η οικονομία πρέπει να ικανοποιεί τα κριτήρια του χρηματοοικονομικού τομέα και ανάλογα με αυτά τα κριτήρια ο χρηματοοικονομικός κόσμος χορηγεί τα για κάθε καπιταλιστική δράση απαραίτητα δάνεια ή όχι. Το αντίστροφο: Εάν ο πολλαπλασιασμός στον χρηματοοικονομικό τομέα δεν λειτουργεί, βρίσκεται σε κίνδυνο ολόκληρη η οικονομική ζωή ενός έθνους. Γι’αυτό τα πακέτα διάσωσης ή τα αντίστοιχα χρέη είναι αναπόφευκτα.

Τώρα όχι μόνο μπορεί να παραξενευτεί κανείς αλλά και να τρομάξει – τα κράτη όχι. Για αυτά είναι αυτονόητο πώς πρέπει να αντιμετωπίσουν την κατάστηση, το τεστ της πιστωτικής τους φερεγγυότητας. Η σύγκριση στην οποία υποβάλλονται για αυτά δεν ειναί τίποτα άλλο από την πρόκληση να επιβιώσουν στον ανταγωνισμό μεταξύ των εθνών. Για μέρικα κράτη είναι μάλιστα μια ευκαιρία. Τα κράτη στο ανώτερο επίπεδο βλέπουν ότι βρίσκονται σε θέση να προχωρήσουν λίγο ακόμα στην ιεραρχία των εξουσιών. Το πιο εύκολο είναι να χειροτερέψουν την θέση εκείνων που βρισκόνται στο κατώτερο επίπεδο. Αυτό το γεγονός εκφράζεται – σύμφωνα με τους κανόνες του χρηματικού κεφαλαίου – στα υψηλότερα επιτόκια που πρέπει να πληρώνει η Ελλάδα σε σύγκριση με τη Γερμανία – με το πολιτικό αποτέλεσμα να καταπίει η Ελλάδα προδιαγραφές από τη Γερμανία. Πιο περίπλοκα είναι τα πράγματα στο ανώτερο επίπεδο της ιεραρχίας. Εκεί πρόκειται για μετατοπίσεις στην ιεραρχία της εξουσίας οι οποίες λίγο πολύ αποσκοπούν να κάνουν την ερώτηση ποιό κράτος δικαιούται την ηγεσία στον ανταγωνισμό μεταξύ των κρατών – στην Ευρώπη και σε όλο τον κόσμο. Η γερμανίδα καγκελάριος Μέρκελ είπε καθαρά και ξάστερα τι περιμένει από την κρίση: «Το έθνος πρέπει να βγει ισχυρότερο από την κρίση από όσο όταν μπήκε». Αυτό είναι μια πρόκληση, την σοβαρότητα της οποίας μπορεί να παρακολουθήσει κανείς – για να δωθεί μόνο ένα παράδειγμα – αν διαβάσει στις εφημερίδες ότι ο άξονας Βερολίνο-Παρίσι δεν λειτουργεί τόσο καλά πια, ότι συσσωρεύονται οι διενέξεις. Τέτοιες εκφράσεις εν τω μεταξύ βρίσκονται στην ημερίσια διάταξη στον διεθνή πολιτικό κόσμο και μάλιστα αναφέρεται η λέξη «νομισματικός πόλεμος».

 Αλλά όλα τα κράτη, στο ανώτερο η στο κατώτερο επίπεδο, τα πλούσια και τα φτωχά, έχουν ενα κοινό σημείο: για την ευδοκίμηση στον ανταγωνισμό με άλλα έθνη γενικά και ιδιαίτερα τώρα πρέπει να εγγυηθεί ο λαός. Τα κράτη ανταγωνίζονται το ένα το άλλο ποιο κράτος μπορεί να φτωχύνει τον λαό του περισσότερο και μπορεί να απομυζήσει μεγαλύτερη απόδοση απ΄αυτόν. Αυτό δείχνει άλλη μία φορά τον παραλογισμό και την σκληρότητα αυτής της οικονομίας του πολλαπλασιασμού των χρημάτων: ο απλός άνθρωπος είναι το υλικό και χρησιμοποιείται για να ανταποκριθεί το κράτος στην ανάγκη του πολλαπλασιασμού των χρημάτων που δημιουργεί το ίδιο.